- προτρυγητής
- προτρυγ-ητής, οῦ, ὁ,= foreg., PHib.1.27.130 (iv/iii B.C.), Ptol. Alm.7.5 codd.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
προτρυγητής — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προτρυγητής — ὁ, Α ο προτρυγητήρ*. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + τρυγητής «ονομασία αστερισμού» (< τρυγῶ)] … Dictionary of Greek
προτρυγητοῦ — προτρυγητής masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προτρυγητήν — προτρυγητής masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)